Εφαρμογή του
craie στα ελληνικά
craie
λέγεται
κρε
.
craie
σημαίνει στα ελληνικά
κιμωλία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- craie / pigment blanc CI 18 : κιμωλία / ανθρακικό ασβέστιο
- craie : κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο
- craie : κιμωλία
- craie / calcite : κιμωλία
- craie broyée : λειοτριβημένη κιμωλία
- craie d'Espagne / craie de Briançon : κιμωλία της Ισπανίας / κιμωλία της Μπριανσόν
- craie de billard : κιμωλία μπιλιάρδου
- craie de tailleur : κιμωλία ράπτη
- craies phosphatées : φωσφορικές κιμωλίες
Subscribe
0 Comments