Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

cuisinier στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
cuisinier
λέγεται
κυζινιέ
.
cuisinier
σημαίνει στα ελληνικά
μάγειρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • four / poêle : κλίβανος/φούρνος
  • cuisinière : κουζίνα μαγειρέματος
  • cuisinière : κουζίνα
  • fourneau / cuisinière : εστία μαγειρείου / κουζίνα μαγειρείου(κν.)
  • aide-cuisinier / commis de cuisine : βοηθός μαγείρου τμήματος
  • chef / chef cuisinier : αρχιμάγειρας
  • cuiseur solaire / cuisinière solaire : ηλιακή κουζíνα / ηλιακóς φοÙρνος
  • coq / cuisinier de bord : μάγειρος πλοίου
  • cuisinière mixte : μικτή κουζίνα
  • cuisinier seul(L) / chef travaillant seul : μάγειρος

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments