Εφαρμογή του
culotte στα ελληνικά
culotte
λέγεται
κυλότ
.
culotte
σημαίνει στα ελληνικά
κιλότα / παντελονάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- culotte : κιλότο / μηρός με λεκάνη
- culotte : κιλότα
- culotte : κοντό παντελονάκι βρέφους
- culotte / coquille avec rumsteak : κιλότο / μπούτι
- culotte : διχαλωτός αγωγός
- culotte / tuyau bifurqué : εξάρτημα Ταυ για σωλήνα
- collants / bas-culotte : κολάν / κάλτσα-κυλότα
- short / culotte courte : σορτς / κοντό παντελόνι
- pièce en Y / té oblique : σύνδεσμος διακλάδωσης μορφής Υ
- va-et-vient / bouée-culotte : σωσίβιο τύπου περισκελίδας / συσκευή διάσωσης τύπου παντελονιού
Subscribe
0 Comments