Εφαρμογή του
déchu στα ελληνικά
déchu
λέγεται
ντεσύ
.
déchu
σημαίνει στα ελληνικά
έκπτωτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- déchet : απόβλητο
- déchet / résidu de consommation : καταναλωτικά απορρίμματα
- déchet : φθορά
- déchet : σκουπίδι / απόρριμμα
- DMS / déchets municipaux solides : απορρίμματα / αστικά στερεά απόβλητα
- déchet : υπολείμματα/απώλειες
- schappe / bourre de soie : απορρίμματα από μετάξι
- S58 / éliminer ce produit comme déchet dangereux : Σ58 / κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο
- S60 / éliminer le produit et son récipient comme un déchet dangereux : Σ60 / το υλικό αυτό και
- orgette / déchet d'orge : απορρίμματα κριθαριού / απορρίμματα από τη διαλογή της κριθής
Subscribe
0 Comments