Εφαρμογή του
dégel στα ελληνικά
dégel
λέγεται
ντεζέλ
.
dégel
σημαίνει στα ελληνικά
λιώσιμο του πάγου
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dégel : τήξη πάγου
- degel : τήξη / απόψυξη
- dégel subit : αιφνίδια τήξη
- terrain en dégel : λιωμένο έδαφος
- barrière de dégel : όριο φορτίου υπό συνθήκες τήξεως / επιτρεπόμενο φορτίο υπό συνθήκες τήξεως
- perte d'eau au dégel : απώλεια ύδατος κατά την απόψυξη
- éssai de gel et dégel : δοκιμή ψύξης και απόψυξης
- stabilité au gel-dégel : αντοχή σε κατάψυξη-απόψυξη
- écoulement de l'eau provenant du dégel : αποστράγγιση του παραχθέντος από την τήξη νερού
Subscribe
0 Comments