Εφαρμογή του
détente στα ελληνικά
détente
λέγεται
ντετάντ
.
détente
σημαίνει στα ελληνικά
σκανδάλη / χαλάρωση / εκτόνωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- détente : διαστολή / εκτόνωση
- baisse / détente : χαλάρωση
- détente : αποτονωτής
- détente : σκανδάλη
- détente / relaxation des contraintes : αποτάνυση / εκτόνωση τάσεων
- détente : χαλάρωση ελατηρίου
- détente : εκτόνωση ατμού
- détente : χαλάρωση / ανακούφιση από την ένταση
- detente : εκτόνωση πίεσης
Subscribe
0 Comments