Εφαρμογή του
dose στα ελληνικά
dose
λέγεται
ντοζ
.
dose
σημαίνει στα ελληνικά
δόση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dose : δόση
- dose : δόση/ποσότητα
- dose / fluence : χρονικό ολοκλήρωμα ροής σωματιδίων
- dose : δόσις
- DNEL / dose dérivée sans effet : DNEL / παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
- LOEL / dose minimale avec effet observé : LOEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
- NOEL / dose sans effet observé : NOEL / επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιδράσεις
- ARfD / dose de référence aiguë : ΔΑΟΕ / δόση αναφοράς οξείας έκθεσης
- DMEL / dose dérivée avec effet minimum : DMEL / παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
Subscribe
0 Comments