Εφαρμογή του
échelle στα ελληνικά
échelle
λέγεται
εσέλ
.
échelle
σημαίνει στα ελληνικά
σκάλα / κλίμακα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- échelle / échelle graduée : βαθμονομημένη κλίμακα
- Agence européenne pour la gestion opérationnelle des systèmes d’information à grande échelle au sein de l'espace de liberté, de sécurité et de justice / eu-LISA : Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης / eu-LISA
- échelle : σκάλα
- échelle : πόντος
- échelle : κλίμακα / κλίμακα ένδειξης
- échelle : κλίμακα
- échelle / facteur de proportionnalité : παράγοντας κλίμακας
- échelle : κλίμακα ενός χάρτη / κλίμακα ενός σχεδίου
- échelle / en échelle : κλιμακωτός
- taille / échelle : μέγεθος
Subscribe
0 Comments