Εφαρμογή του
écluse στα ελληνικά
écluse
λέγεται
εκλύζ
.
écluse
σημαίνει στα ελληνικά
λεκάνη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- écluse : δεξαμενή ανύψωσης σε διώρυγα
- écluse : υδατοφράκτης
- écluse : κλεισιάς / θυρόφραγμα
- écluses : δεξαμενές ανύψωσης
- éclusée : νερό λειτουργίας δεξαμενής ανύψωσης
- buse / seuil d'écluse : κατώφλι κλεισιάδας
- sas / sas d'air : αεροφράκτης
- écluse tete / écluse d'entrée : θυρόφραγμα κεφαλής
- prix d'écluse : τιμή ανάσχεσης
- écluse à sas : κλεισιάς μονού θαλάμου
Subscribe
0 Comments