Εφαρμογή του
effondrer στα ελληνικά
effondrer
λέγεται
εφονντρέ
.
effondrer
σημαίνει στα ελληνικά
γίνομαι ράκος / καταρρέω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- laitier effondre : σκωρία με βαθουλώματα στον άξονα της απόθεσης
- soudure affaissée / soudure effondrée : υπερβολική διείσδυση μετάλλου / τρέξιμο μετάλλου σε συνεχή μορφή
Subscribe
0 Comments