Εφαρμογή του
emballer στα ελληνικά
emballer
λέγεται
ανμπαλέ
.
emballer
σημαίνει στα ελληνικά
συσκευάζω / ενθουσιάζω / s’ emballer φουντώνω / εξάπτομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- emballer : συσκευάζω
- s'emballer : υπερεπιταχύνομαι
- toile à sac / toile à emballer : λιάτσα σάκων
- tabac emballé : δεματοποιημένος καπνός
- tabac emballé / rouleaux de tabac : δεματοποιημένος καπνός
- fil à emballer : σύρμα δεματοποίησης
- tabacs emballés : δεματοποιημένος καπνός
- hélice emballée : έλικα σε διαφυγή ταχύτητας
- électron découplé / électron suprathermique : υπεργρήγορο ηλεκτρόνιο
Subscribe
0 Comments