Εφαρμογή του
étroitesse στα ελληνικά
étroitesse
λέγεται
ετρουατές
.
étroitesse
σημαίνει στα ελληνικά
στενότητα / περιορισμένη αντίληψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- exiguïté d'un marché / petitesse d'un marché : πενιχρότητα μιας αγοράς
- étroitesse des réserves / resserrement des réserves : στενότητα ρευστού αποθέματος τραπεζών
Subscribe
0 Comments