Εφαρμογή του
férié στα ελληνικά
férié
λέγεται
φεριέ
.
férié
σημαίνει στα ελληνικά
jour férié αργία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- jour férié : αργία / σκόλη
- jour férié légal : κατά νόμο εορτάσιμη ημέρα
- liste des jours fériés : κατάλογος των αργιών
- décision sur les jours fériés : απόφαση περί των εορτάσιμων ημερών
- liste des jours fériés légaux : κατάλογος των κατά νόμον εορτάσιμων ημερών
- rémunérations pour jours fériés non ouvrés : πληρωμές αργιών για επίσημες αργίες
- travail de nuit et travail du dimanche ou des jours fériés : νυκτερινή εργασία, εργασία τις Κυριακές ή τις αργίες
- travail de nuit et travail du dimanche ou des jours fériés : νυκτερινή εργασία και εργασία τις Κυριακές και αργίες
Subscribe
0 Comments