Εφαρμογή του
hauteur στα ελληνικά
hauteur
λέγεται
οτέρ
.
hauteur
σημαίνει στα ελληνικά
ύψος / ύψωμα / υπεροψία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hauteur : ύψος
- hauteur / hauteur au-dessus du sol : ύψος από το έδαφος / απόσταση από το έδαφος
- saillie / hauteur de tête : ύψος κεφαλής δοντιού
- creux / saillie : ύψος ποδιού δοντιού / ύψος κεφαλής δοντιού
- plonge / hauteur de plonge : βάθος βύθισης
- portrait / mode "portrait" : σελίδα μακρόστενης μορφής
- format / rapport d'image : λόγος διαστάσεων / αναλογία διαστάσεων
- MDA/H : σχετικό ύψος / ελάχιστο αποφασιστικό
- tonie / hauteur tonale : ύψος
Subscribe
0 Comments