Εφαρμογή του
hilarité στα ελληνικά
hilarité
λέγεται
ιλαριτέ
.
hilarité
σημαίνει στα ελληνικά
ιλαρότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- rire forcé / hilarité incoercible : καταναγκαστικό γέλιο
- rire forcé / hilarité incoercible : ιλαρότητα
Subscribe
0 Comments