Εφαρμογή του
hublot στα ελληνικά
hublot
λέγεται
υμπλό
.
hublot
σημαίνει στα ελληνικά
φινιστρίνι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- hublot : φινιστρίνι / θυρίδα επιθεώρησης
- hublot : φινιστρίνι
- hublot / baie de visée : παράθυρο παρατήρησης
- hublot : ακάλυπτο φωτιστικό
- hublot : παραφωτίδα / φινιστρίνι(κν.)
- verre-mort / hublot fixe : "νεκρό φως"
- faux hublot : ψευδοπαράθυρο
- faux hublots : ψευδοπαράθυρο
- fenêtre à vue / hublot d'observation : είσοδος διάγνωσης
- contre-hublot / tape de hublot : καλύπτρα αναφωτίδας / καλύπτρα φινιστρινιού(κν.)
Subscribe
0 Comments