Εφαρμογή του
jambe στα ελληνικά
jambe
λέγεται
ζανμπ
.
jambe
σημαίνει στα ελληνικά
γάμπα / πόδι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- jambe : κνήμη / κν.γάμπα
- tige / jambe : γάμπα / στέλεχος
- jambe / cuisse : σκέλος / σκελιαίος
- jambe : στερεός / ανθεκτικός
- jarret / jambe de derrière : πίσω κότσι
- impatiences / syndrome des jambes sans repos : ανώμαλος κίνησις των σκελών / σφάλματα των μυών της κνήμης
- jambes : κνήμες
- ouvrier / ouvrier de pieds : κορδονιστής
- étançon / jambe de soutien : μεταλλικό πλαίσιο / μεταλλικό στήριγμα
- jambe noire : μελάνωση
Subscribe
0 Comments