Εφαρμογή του
longueur στα ελληνικά
longueur
λέγεται
λονγκέρ
.
longueur
σημαίνει στα ελληνικά
μήκος / μάκρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- longueur : μήκος
- l / longueur : l / μήκος
- période / longueur de cycle : περίοδος / διάρκεια περιόδου
- demi-onde / demi-longueur d'onde : ημικύμα / ημικυματικός
- UVA / rayons UVA : υπεριώδης ακτινοβολία Α / υπεριώδης ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
- UVB / rayons UVB : υπεριώδης ακτινοβολία Β / υπεριώδης ακτινοβολία μέσου μήκους κύματος
- UVC / rayons UVC : υπεριώδης ακτινοβολία C / υπεριώδης ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος
- allongement / rapport longueur : σχέση μήκους/πλάτους στρώματος
Subscribe
0 Comments