Εφαρμογή του
lourd στα ελληνικά
lourd
λέγεται
λουρ
.
lourd
σημαίνει στα ελληνικά
βαρύς / ασήκωτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lourd : βαρύ
- lourd / peu volatil : μη πτητικός
- lourd / accablant : πνιγηρός καιρός / υγρός και θερμός καιρός
- lourd : βαρύς
- kaolin / silicate d'aluminium : καολίνης / πυριτικό αργίλιο
- HWGCR / réacteur à eau lourde refroidi au gaz : HWGCR / αερόψυκτος αντιδραστήρας βαρέος ύδατος
- camion / poids lourd : φορτηγό αυτοκίνητο
- chisel / cultivateur géant : εδαφοσχίστης / υπεδάφιο άροτρο
- dope / additif préparé de lubrification : παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως / παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
- brin H / brin lourd : brin H / βαριά αλυσίδα
Subscribe
0 Comments