Εφαρμογή του
maximal στα ελληνικά
maximal
λέγεται
μαξιμάλ
.
maximal
σημαίνει στα ελληνικά
ανώτατος / μέγιστος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- TMA / TMA : ανώτατο ποσοστό αυξήσεως των μη υποχρεωτικών δαπανών
- maximum / maximum d'ozone : μέγιστη συγκέντρωση όζοντος
- capacité / puissance : χωρητικότητα
- MCTOM / masse maximale au décollage certifiée : μέγιστη πιστοποιημένη μάζα απογείωσης
- MTOM / masse maximale au décollage : μέγιστη μάζα απογείωσης / ΜΤΟΜ
- limite maximale de résidus / LMR : ανώτατο όριο καταλοίπων / ΑΟΚ
- MTOW / poids maximal au décollage : μέγιστο βάρος απογείωσης
- DMA / EDMA : μέγιστη επιτρεπόμενη ισοδύναμη δόση
- RMD / rendement maximal durable : ΜΒΑ / μέγιστη βιώσιμη απόδοση
- MMA / PTC : ΜΕΒ / μέγιστη εγκεκριμένη μάζα
Subscribe
0 Comments