Εφαρμογή του
moment στα ελληνικά
moment
λέγεται
μομάν
.
moment
σημαίνει στα ελληνικά
στιγμή / διάστημα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- moment : ροπή
- timing / sélection du moment d'intervention : επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης / επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής
- moment brut : μη κεντρική ροπή
- l / moment quadratiQue d'une surface : τετραγωνική ροπή μιάς επιφάνειας
- moment idéal : ιδανική ροπή στρέψεως / θεωρητική ροπή στρέψεως
- moment mixte / moment-produit : μικτή ροπή / πολυμεταβλητή ροπή
- champ induit / moment induit : επαγόμενη ροή / επαγόμενο πεδίο
- moment du vol : σημείο πτήσης
- moment-limite / moment plastique : ροπή πλαστικότητας
Subscribe
0 Comments