Εφαρμογή του
nettement στα ελληνικά
nettement
λέγεται
νετμάν
.
nettement
σημαίνει στα ελληνικά
καθαρά / ολοφάνερα / πολύ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- format Normandie : Τετράδα της Νορμανδίας / Κουαρτέτο της Νορμανδίας
- le revenu fait nettement apparaître un durcissement secondaire : κατά την διάρκεια της επαναφοράς παρατηρείται καθαρά μια δευτερογενής σκλήρυνση
- l'acicularité de la structure ressort plus nettement qu'après trempe : η βελονοειδής δομή γίνεται πιο ευκρινής μόνο μετά την αναθέρμανση
Subscribe
0 Comments