Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

occupation στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
occupation
λέγεται
οκυπασιόν
.
occupation
σημαίνει στα ελληνικά
κατοχή / ασχολία / απασχόληση / κατάληψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • occupe / occupation : κατάσταση κατειλημμένου
  • occupation : κατάληψη
  • transfert / transfert direct : σύνδεση με μεταφορά
  • ergothérapie / thérapie d'occupation : εργασιοθεραπεία
  • ergothérapie / thérapie d'occupation : εργασιοθεραπεία / αποσχολησιοθεραπεία
  • offre d'appel / test d'occupation : εξακρίβωση κατειλημμένου
  • terminal occupé / terminal en état d'occupation : τερματικό κατειλημμένο
  • grève sur le tas / grève avec occupation : απεργία με κατάληψη των χώρων εργασίας
  • grève à rebours / occupation des lieux de travail : κατάληψη της επιχείρησης
  • occupation du sol : χρήση γης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments