Εφαρμογή του
planification στα ελληνικά
planification
λέγεται
πλανιφικασιόν
.
planification
σημαίνει στα ελληνικά
προγραμματισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- planification : σχεδιασμός/προγραμματισμός
- planning / planification : οργάνωση εργασίας
- aménagement / planification : σχεδιασμός / περιβαλλοντικός σχεδιασμός
- A / direction A : Διεύθυνση Α’ - Νομοθετικός προγραμματισμός, σχέσεις με τα θεσμικά όργανα και την κοινωνία πολιτών / ΔΓΥ
- UP / UPPAR : ΜΠΕΠ / μονάδα πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης
- économie dirigée / économie planifiée : σχεδιοποιημένη οικονομία / προγραμματισμένη οικονομία
- gestion fiscale / planification fiscale : φορολογική διαχείρηση
- natalité dirigée / planning familial : έλεγχος των γεννήσεων / οικογενειακός προγραμματισμός
- PF / planning familial : οικογενειακός σχεδιασμός / προγραμματισμός γονιμότητας
- planification LESS : προγραμματισμός υποσυστήματος χείλους προσβολής
Subscribe
0 Comments