Εφαρμογή του
pull στα ελληνικά
pull
λέγεται
πυλ
.
pull
σημαίνει στα ελληνικά
πουλόβερ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- pull-over : πουλόβερ
- sous-pull : σου-πουλ
- push-pull / symétrique : συμμετρική ενίσχυση
- mode «pull» : λειτουργία «pull»
- stratégie'pull' : στρατηγική "pull"
- étage push-pull : βαθμίδα διάταξης push-pull / βαθμίδα συμμετρικής διάταξης
- câble "push-pull" : σκουλίκι / ωθελκτικό συρματόσχοινο
- redresseur push-pull : ανορθωτής "push-pull"
- mélangeur "push-pull" : ωθελκτικός μίκτης
- résistance de pull-up : τελική αντίσταση
Subscribe
0 Comments