Εφαρμογή του
semelle στα ελληνικά
semelle
λέγεται
σμελ
.
semelle
σημαίνει στα ελληνικά
σόλα / πάτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chape / semelle : επιφάνεια κύλισης / πέλμα
- semelle : νουά
- embase / semelle : πλάκα στήριξης
- semelle : πλάκα συγκρατήσεως κυλίνδρου
- semelle / fondation de la gaine : θεμελίωση του φρέατος διαδρομής
- semelle / coussinet : στήριγμα
- socle / semelle : βάση / βάθρο
- semelle : στήριγμα πεδίλου
- semelle : Πέλμα
- semelle : κρηπίς
Subscribe
0 Comments