Εφαρμογή του
soigner στα ελληνικά
soigner
λέγεται
σουανιέ
.
soigner
σημαίνει στα ελληνικά
περιποιέμαι / περιθάλπω / φροντίζω / θεραπεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aidant proche / aidant naturel : φροντιστής
- aide-soignant : βοηθός νοσοκόμος
- aide soignante : βοηθός νοσοκόμα
- aide soignante : βοηθός αδελφή νοσοκόμα
- droit de soigner : δικαίωμα ασκήσεως θεραπείας / άδεια εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος
- usinage très soigné : λίαν επιμελής μορφοποίηση / πολύ προσεκτική κετεργασία
- personnel soignant : νοσηλευτές - νοσηλευτικό προσωπικό
- élève aide-soignante : ασκούμενη αδελφή / μαθήτρια αδελφή νοσοκόμος
- aide soignante psychiatrique : βοηθός αδελφή ψυχιατρείου
- aide soignante aux personnes agées / aide soignante à domicile aux personnes agées : κατ'οίκον νοσοκόμα / αποκλειστική νοσοκόμα ηλικιωμένων προσώπων
Subscribe
0 Comments