Εφαρμογή του
somme στα ελληνικά
somme
λέγεται
σομ
.
somme
σημαίνει στα ελληνικά
ποσό / άθροισμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- total / somme du bilan : ισολογισμός / σύνολο παθητικού
- somme : Εντολή άθροισης
- CERJ / Conseil des communautés ethniques "Nous sommes tous égaux" : Συμβούλιο Εθνοτικών Κοινοτήτων "Είμαστε όλοι ίσοι"
- solde net / somme des montants nets : άθροισμα καθαρών αποτελεσμάτων
- principal / somme principale : κεφάλαιο
- sommes dues : δεδουλευμένες οφειλές
- somme totale / total général : γενικό σύνολο
- bit de somme : δυφίο αθροίσματος / δυαδικό ψηφίο αθροίσματος
- cheval de bât / cheval de somme : άλογο ελάσεως / άλογο ζεύξεως
- bête de somme : ζώο φορτίου / ζώο μεταφοράς
Subscribe
0 Comments