Εφαρμογή του
sonder στα ελληνικά
sonder
λέγεται
σονντέ
.
sonder
σημαίνει στα ελληνικά
βολιδοσκοπώ / σφυγμομετρώ / δημοσκοπώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- forer / sonder : τρυπάω / διατρύω
- sonder / peser(un mout) : προσδιορισμός πυκνότητας γλεύκους
- sonder / échantillonner : δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα
- puit / sonde : ερευνητική γεώτρηση
- sondé / enquêté : ερωτώμενος / δημοσκοπούμενος
- sonde : ανιχνευτής
- sonde : δειγματολήπτης τυριού
- sonde : συσκευή βολίσεως,βολίς / ανιχνευτική ράβδος βάθους χιονιού
- sonde / plongeur lesté : βυθόμετρο υαλομάζας
Subscribe
0 Comments