Εφαρμογή του
terne στα ελληνικά
terne
λέγεται
τερν
.
terne
σημαίνει στα ελληνικά
ξεθωριασμένος / άτονος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- terne : θαμπός
- terne : τριφασική γραμμή μεταφοράς
- terne : άμορφος / άχρωμος
- fer terne : έλασμα Τερν
- fer terne : θαμπός σίδηρος
- bord terne : γκρίζο άκρο
- tâche terne / tâche opaque : θαμπή κηλίδα / λεκές λαδιού
- ligne simple / ligne à un terne : μονή τριφασική γραμμή,απλού κυκλώματος
- ligne double / ligne à deux ternes : διπλή τριφασική γραμμή,διπλού κυκλώματος
Subscribe
0 Comments