Εφαρμογή του
truelle στα ελληνικά
truelle
λέγεται
τρυέλ
.
truelle
σημαίνει στα ελληνικά
μυστρί
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- truelle : μυστρί
- truelle à coeur : μεγάλο καρδιόσχημο μυστρί
- truelle à lisser : σπάτουλα λείανσης
- lissé à la truelle : λείανση επιφάνειας με ατσαλάκι
- truelle à bout carré : τετράγωνο μυστρί
- truelle à bout arrondi : στρογγυλό μυστρί
- striage du mortier avec la truelle dentée : χάραγμα κονίας με οδοντωτό μυστρί
Subscribe
0 Comments