Εφαρμογή του
ulcérer στα ελληνικά
ulcérer
λέγεται
υλσερέ
.
ulcérer
σημαίνει στα ελληνικά
πικραίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ulcère : έλκος
- ulcère : έλκος / εξέλκωμα
- ulcère / maladie ulcéreuse : έλκωση / εξέλκωση
- ulcère irrité : ευερέθιστο έλκος
- ulcère torpide : ανενεργό έλκος
- ulcère jéjunal : έλκος της νηστίδος
- ulcère duodénal / ulcère du duodenum : έλκος του δωδεκαδακτύλου
- ulcère du Gabon : έλκος Gabun
- ulcère tophique : έλκος από ουρική αρθρίτιδα
- ulcère de Hajek : έλκος Hajek
Subscribe
0 Comments