Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ulcérer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ulcérer
λέγεται
υλσερέ
.
ulcérer
σημαίνει στα ελληνικά
πικραίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ulcère : έλκος
  • ulcère : έλκος / εξέλκωμα
  • ulcère / maladie ulcéreuse : έλκωση / εξέλκωση
  • ulcère irrité : ευερέθιστο έλκος
  • ulcère torpide : ανενεργό έλκος
  • ulcère jéjunal : έλκος της νηστίδος
  • ulcère duodénal / ulcère du duodenum : έλκος του δωδεκαδακτύλου
  • ulcère du Gabon : έλκος Gabun
  • ulcère tophique : έλκος από ουρική αρθρίτιδα
  • ulcère de Hajek : έλκος Hajek

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments