Εφαρμογή του
virée στα ελληνικά
virée
λέγεται
βιρέ
.
virée
σημαίνει στα ελληνικά
βολτίτσα / τσάρκα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- virée : γυμνή δασική λωρίδα
- virer : μεταπίπτω
- virer / embarquer le mou : αίρω / ανυψώ
- haler / virer : έλκω / σύρω
- virer : βιράρω
- virer / virage : γυρίζω / στρέφω
- virer : αλλάζω χρώμα / μεταβάλλω χρώμα
- vire-filet / treuil de relevage : βαρούλκο ανύψωσης διχτυού
- vire-filet / treuil à filet : βαρούλκο διχτυού
- vire-andain / râteau vire-andain : αναμοχλευτήρας θημωνιών
Subscribe
0 Comments