Εφαρμογή του

visser στα ελληνικά
visser
λέγεται
βισέ
.
visser
σημαίνει στα ελληνικά
βιδώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- visser / boulonner : βιδώνω
- foirer / fausser en vissant : χαλώ βίδα / καταστρέφω το βήμα κοχλία
- fil tors / bois tors : στρεψοΐνια / σπειροειδής ανάπτυξη
- sabot vissé : κοχλιωτόν πέδιλον
- embout vissé : βιδωτό βαλβιδάκι
- bondon à vis / fermeture par bonde filetée : βιδωτό πώμα τρύπας βαρελιού / σπειρωτό πώμα οπής βαρελιού
- porte vissée : πόρτα με κοχλιοειδή διάταξη
- embout vissé : βιδωτό άκρο / βιδωμένο άκρο
- prise vissée : αυτοδιατρητικό ταύ
- manchon vissé : κολλάρο με κοχλιώσεις
Subscribe
0 Comments