Εφαρμογή του
vue στα ελληνικά
vue
λέγεται
βυ
.
vue
σημαίνει στα ελληνικά
όραση / βλέμμα / θέα / άποψη / βλέψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- VIS / système d'information sur les visas : VIS / Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις
- ADN / accord européen relatif au transport international des marchandises dangereuses par voies de navigation intérieures : Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη διεθνή μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων μέσω εσωτερικών πλωτών οδών / ADN
- VUE / véhicule utilitaire électrique : ηλεκτρικό όχημα γενικής χρήσης
- vue / sous-schéma : όψη / υπο-σχήμα
- pays en voie d'adhésion / PVA : προσχωρούν κράτος
- PMA / PMD : ΛΑΧ / λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες
- pays en développement / PED : ΑΧ / αναπτυσσόμενες χώρες
- VSC / Voie sous-cutanée : Υποδόρια χρήση
- VIS / rayonnement visible : VIS / ορατό φως
- TTL / VUS : αυτοκίνητο όχημα ψυχαγωγίας/εργασίας (ΟΨΕ)
Subscribe
0 Comments