Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application duattribuer in Greek
attribuer
is pronounced
ατριμπυέ
.
attribuer
means in Greek
απονέμω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- attribuer : κατανέμω
- allouer / affecter : εκχωρώ
- dépôt en pool / compte non attribué : γενικός λογαριασμός μετάλλου
- canal attribué : εκχωρημένο κανάλι
- UQA / unité de quantité attribuée : καταλογισμένη ποσοτική μονάδα / AAU
- plage attribuée : περίοδος εκχώρησης
- bande attribuée / bande de fréquences attribuée : ζώνη υπηρεσίας / ζώνη εξυπηρέτησης
- circuit attribué : εκχωρημένο κύκλωμα
- action de salarié / action de travail : μετοχή εργασίας / μετοχή προσωπικού
- services attribués : υποχρεωτικές υπηρεσίες
Subscribe
0 Comments