Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application dudoser in Greek
doser
is pronounced
ντοζέ
.
doser
means in Greek
κανονίζω τη δόση
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- doser : δοσιμετρώ / δοσομετρώ
- doser : να τιτλοδοτηθεί
- LOAEL / dose minimale avec effet nocif observé : LOAEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- NOAEL / dose sans effet nocif observé : NOAEL / επίπεδο μη παρατήρησης δυσμενών επιδράσεων
- LD50 / DL 50 : θανατηφόρα δόση 50% / μέση θανατηφόρος δόση(LD50)
- LOAEL / dose la plus faible pour laquelle est observé un effet indésirable : LOAEL / κατώτερο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
- DSENO / dose sans effet nocif observé : επίπεδο μη παρατηρούμενου ανεπιθύμητου αποτελέσματος (Preferred) / επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιπτώσεις
- DJANS / dose journalière acceptable non spécifiée : DJANS / απροσδιόριστη ημερήσια αποδεκτή δόση
- DNEL / dose dérivée sans effet : DNEL / παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
- LOEL / dose minimale avec effet observé : LOEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
Subscribe
0 Comments