Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application duhausser in Greek
hausser
is pronounced
οσέ
.
hausser
means in Greek
υψώνω / σηκώνω
.
Source: Rosgovas, all rights reserved
- hausser : κέρδος
- hausse : έξαρση χρηματιστηριακής δραστηριότητος και τιμών
- hausse : σφήνα καλαποδιού
- hausse / magasin à miel : μελιτοθάλαμος
- haussier / spéculateur à la hausse : κερδοσκόπος που προβλέπει άνοδο τιμών / πωλητής χρεογράφων που προβλέπει άνοδο τιμών
- hausse : υδατοϋψωτής
- limit up / limite à la hausse : όριο ανόδου τιμής
- hausse : α)υπερέκταμα / β)"χωνί" χυτεύσεως σκυροδέματος
- hausse : σήκωμα
- hausse / pied support : στήριγμα σωλήνων / υποστάτης γραμμής
Subscribe
0 Comments