Dictionnaire Rosgovas français-grec grec-français avec ( tous supports)
Application dufourré en grec
fourré
se prononce
φουρέ
.
fourré
signifie en grec
γούνινος / γεμάτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fourré : νεαρά δασοσυστάς
- fourre-tout : σάκκος ταξιδιού / τσάντα ταξιδιού
- gilet fourré : σακάκι φοδραρισμένο με γούνα
- bois fourré : ρουμάνι(πυκνό δάσος)
- clause balai / clause "attrape-tout" : περισυλλεκτική ρήτρα
- électrode à âme / électrode fourrée : ηλεκτρόδιο διάτρητο με πυρήνα
- électrode plissée / électrode fourrée par plissage : ηλεκτρόδιο διαμορφωμένο από ταινία που έχει τυλιχθεί γύρω από πυρήνα συλλιπάσματος δημιουργώντας κυλινδρική μορφή
- fil d apport fourre : σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα συλλιπάσματος
- fil d'apport fourré / fil d'apport à noyau : σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα
- fourré sclérophylle : σκληρόφυλλο φυτό
S’abonner
0 Commentaires